ινίο

ινίο
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 370 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου.
* * *
το (ΑΜ ίνίον) [ις (Ι)]
το πίσω και κάτω μέρος τής κεφαλής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ινίο — το το πίσω μέρος του κρανίου που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον αυχένα, σνίχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινιακός — ή, ό ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο, δηλ. στο πίσω κάτω μέρος τού κρανίου 2. φρ. «ινιακό οστό» άζυγο μεσαίο οστό που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. occipital < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • αντικέφαλον — ἀντικέφαλον, το (Μ) το πίσω μέρος του κεφαλιού, το ινίο …   Dictionary of Greek

  • αντικούτικας — ο η βάση της κεφαλής, το ινίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κούτικας «ο αυχένας»] …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …   Dictionary of Greek

  • ινιοαυχενικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο και στον αυχένα …   Dictionary of Greek

  • ινιοβρεγματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο και στο βρέγμα …   Dictionary of Greek

  • κούτικας — και ακούτικας, ο αυχένας, σβέρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < κόττικοι «περικεφαλαίες» (Ησύχ.) ή < αρχ. κοττίς «κεφαλή, ινίο», με κώφωση ( ο > ου ) στον τ. ακούτικας εμφανίζεται ανάπτυξη α ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”